ἡδυπάθημα
English (LSJ)
ατος, τό,
A enjoyment, σαρκός AP9.496 (<Ath.>).
German (Pape)
[Seite 1154] τό, = ἡδυπάθεια, Athen. ep. 1 (IX,496).
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυπάθημα: τό, ἀπόλαυσις, Ἀνθ. Π. 9. 496.
ατος, τό,
A enjoyment, σαρκός AP9.496 (<Ath.>).
[Seite 1154] τό, = ἡδυπάθεια, Athen. ep. 1 (IX,496).
ἡδυπάθημα: τό, ἀπόλαυσις, Ἀνθ. Π. 9. 496.