τό,
A excitement, Ael.VH2.44: pl., -τήρια δρόμου, of the ears of a hare, Id.NA 13.14.
[Seite 703] τό, das Anreizungsmittel; Ael. V. H. 2, 44 N. A. 13, 14; B. A. p. 13, 14.
ἐγερτήριον: τό, μέσον διεγέρσεως, Αἰλ. Π. Ἱστ. Σ. 44.