σπάραγμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A piece torn off, shred, fragment, ὅσων σπαράγματα all whose mangled corpses, S.Ant.1081; σπάραγμα κόμας E. Andr.826 (lyr.); γίνεται τὰ μὲν ἀπὸ σπέρματος τὰ δ' ἀπὸ σπαραγμάτων others from slips, Arist.GA761b28: pl., σ. κρημνῶν jagged fragments, Plu.Mar.23; σ. στεφάνων fragments of... Id.2.463a, etc.; γραμμάτων σπαράγμασι . . οἱ σπεύδοντες γράφουσι ib.1011d. II tearing, rending, δαμάλας διεφόρουν σπαράγμασιν E.Ba.739. III collect. in sg.,= λατύπη, SIG996.31 (Smyrna, prob. i A.D.).
German (Pape)
[Seite 916] τό, ein abgerissenes oder abgebrochenes Stuck, wie es die Hunde abreißen; Soph. Ant. 1068; κόμας, Eur. Andr. 827; δαμάλας διεφόρουν σπαράγμασιν, Bacch. 738; auch in sp. Prosa, κρημνῶν Plut. Mar. 23, κολοσσοῦ Philostr. soph. 2, 10, 1.
Greek (Liddell-Scott)
σπάραγμα: τό, μέρος ἀπεσπασμένον, τεμάχιον ἐσχισμένον, τεμάχιον, λωρίς, ὅσων σπαράγματα, πάντες ἐκεῖνοι ὅσων τὰ ἐσπαραγμένα πτώματα …, Σοφ. Ἀντ. 1081· σπάραγμα κόμας Εὐρ. Ἀνδρ. 826· γίνεται τὰ μὲν ἀπὸ σπερμάτων τὰ δ’ ἀπὸ σπαραγμάτων, ἐκ κλάδων ἀπεσπασμένων, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 11· σπ. κρημνῶν, ἀποσπάσματα κρημνῶν, ὄγκοι κρημνώδεις, Πλουτ. Μάρ. 23· σπ. στεφάνων, λόγων, ἀποσπάσματα, τεμάχια …, Πλούτ. 2. 463A, κτλ.· σπ. γραμμάτων, συντετμημέναι λέξεις, αὐτόθι 1011D. ΙΙ. = σπαραγμός, τὸ σπαράττειν, ἀποσπᾶν βιαίως, διασπαράττειν, δαμάλας διεφόρουν σπαράγμασιν Εὐρ. Βάκχ. 739.