ἀντευεργέτημα
English (LSJ)
ατος, τό,
A kindness returned, Hsch. s.v. ἀνθυπούργησον.
German (Pape)
[Seite 247] τό. erwiderte Wohlthat, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντευεργέτημα: τό, ἀνταπόδοσις εὐεργεσίας, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἀνθυπούργησις.
ατος, τό,
A kindness returned, Hsch. s.v. ἀνθυπούργησον.
[Seite 247] τό. erwiderte Wohlthat, VLL.
ἀντευεργέτημα: τό, ἀνταπόδοσις εὐεργεσίας, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἀνθυπούργησις.