δρυφάκτωμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A enclosure, Str.13.4.14.
German (Pape)
[Seite 670] τό, ein eingezäunter Platz, Strab. XIII p. 629.
Greek (Liddell-Scott)
δρυφάκτωμα: τό, περίφραγμα, Στράβων 629.
ατος, τό,
A enclosure, Str.13.4.14.
[Seite 670] τό, ein eingezäunter Platz, Strab. XIII p. 629.
δρυφάκτωμα: τό, περίφραγμα, Στράβων 629.