τό,
A a coin worth three χαλκοῖ, Thphr.Char.10.6, IG42(1).109 iii 128 (Epid., iii B. C.), 5(1).1433.33 (Messene), Vitr.3.1.7.
τρίχαλκον: τό, νόμισμα ἰσοδύναμον πρὸς τρεῖς χαλκοῦς, τῆς γυναικὸς ἀποβαλούσης τρίχαλκον Θεοφρ. Χαρ. 10.