περίκλυσμα

Revision as of 11:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A wash, lotion gloss on περινήματα, Gal.19.130.

German (Pape)

[Seite 580] τό, das Bespülen, Bespritzen, sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

περίκλυσμα: τό, πλύσις, λοῦσις, πανταχόθεν, Γαλην. Ἱππ. γλωσσ. ἐξηγ. σ. 542 ἐν λ. περινήματος, ἣν ἑρμηνεύει «περικλύσματος».