ὑπόγεισον
English (LSJ)
τό,
A = ἀείζωον τὸ μέγα, Plin.HN25.160 (-geson).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόγεισον: τό, εἶδος φυτοῦ (ἀείζωον) φυομένου ὑπὸ τὸ γεῖσον ἔνθα ῥέει τὸ τῆς στέγης ὕδωρ, πρβλ. Plin. H. N. 25. 102.
τό,
A = ἀείζωον τὸ μέγα, Plin.HN25.160 (-geson).
ὑπόγεισον: τό, εἶδος φυτοῦ (ἀείζωον) φυομένου ὑπὸ τὸ γεῖσον ἔνθα ῥέει τὸ τῆς στέγης ὕδωρ, πρβλ. Plin. H. N. 25. 102.