μερίδιον
English (LSJ)
τό,
A small part, Arr.Epict.2.22.23, Sammelb.4630.16 (ii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
μερίδιον: τό, μικρὸν μέρος, Ἀρριαν. Ἐπίκτ. 2. 22, 23.
τό,
A small part, Arr.Epict.2.22.23, Sammelb.4630.16 (ii A.D.).
μερίδιον: τό, μικρὸν μέρος, Ἀρριαν. Ἐπίκτ. 2. 22, 23.