ἀσωτεῖον
English (LSJ)
τό,
A abode of a prodigal, Stratt.51, Longus 4.17.
German (Pape)
[Seite 382] τό, Aufenthalt liederlicher Menschen, B. A. p. 24; so schreibt Mein. für ἀσώτιον in Stratt. Ath. IV, 169 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσωτεῖον: τό, τὸ ἐνδιαίτημα ἀσώτου, Στράττις ἐν «Χρυσίππῳ» 1· διορθωθὲν ἀντὶ τοῦ ἀσώτιον ἐκ τοῦ Φρυν. Α. Β. 24, 29, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 188. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 401.