τό, Dim. of ἄκουσμα, Ps.-Luc.Philopatr. 18.
[Seite 78] τό, kleine Erzählung, Luc. Philop. 18.
ἀκουσμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἄκουσμα, Ψευδο-Λουκ. Φιλοπατρ. 18.