τοιχίδιον
English (LSJ)
τό, Dim. of τοῖχος, Anon.Prog.ap.Rh.1.642 W.
German (Pape)
[Seite 1125] τό, = τοιχίον, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
τοιχίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τοῖχος, Ρήτορες (Walz) τ. 1, σ. 612, 5, Εὐστ. εἰς Ὀδ. 1959, 41, κλπ., πρβλ. τοιχάριον.