ἔνθεμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A thing put in, graft, Thphr.CP1.6.8. II deposit, of money in a bank, CIG3599.15 (Ilium). III ornament, ἐ. τῶν τραχήλων LXXCa.4.9. IV reservoir, POxy. 1830.9, al. (vi A. D.). (Cf. ἔνθημα.)
German (Pape)
[Seite 841] τό, das Eingesetzte, Pfropf- od. Senkreis, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνθεμα: τό, τὸ ἐντιθέμενον κατὰ τοὺς ἐγκεντρισμοὺς τῶν δένδρων, «μπόλι», Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 7· τὰ εἰς ἐγκεντρισμὸν ἐνθέματα Γεωπ. 3. 3, 9. ΙΙ. παρακαταθήκη χρηματικὴ κατατεθειμένη εἰς τράπεζαν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3599. 13.