τό, Dim. of ἀγαθίς, Paul.Aeg.2.57, Hsch.
A s.v. τολύπη.
ἀγαθίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἀγαθίς, Ἡσύχ. ἐν λέξ. τολύπη.