ἀμύλιον
English (LSJ)
τό, Dim. of
A ἄμυλος 11, cake, Plu.2.466d, Aq.Ex.16.31 (cod. A); of ἄμυλος 111, starch, Hp.Mul.2.197, Arist.Pr.879a10, Dieuch. ap.Orib.4.7.24.
German (Pape)
[Seite 130] τό, Knchen, ἐκ στέατος γίγνεται Arist. Probl.; Euang. com. bei Ath. XIV, 644 e; Plut. tranqu. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμύλιον: τὸ, ὑποκορ. τοῦ ἄμυλος ΙΙ., Ἀριστ. Προβλ. 4. 21, Πλούτ. 2. 466D.