τό, a kind of
A cake, Chrysipp. Tyan. ap. Ath.14.647c.
[Seite 503] τό, guttatum, ein Backwerk, Ath. XIV, 647 c.
γουττᾶτον: τό,εἶδος πλακοῦντος ,guttatum, Ἀθήν.647C.