πρέμνον

Revision as of 11:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

English (LSJ)

τό,

   A bottom of the trunk of a tree, stump: generally, stem, trunk, h.Merc.238, Ar. Lys.267, Lys.7.19, X.Oec.19.13, etc.    2 enlarged bark of the stem of the olive, Thphr.HP1.8.6.    II base or bottom of a pillar, πρέμνα χθόνια Pi.Fr.88.4; of a trunk artery, Gal.5.189, 659: metaph., πρέμνον πράγματος πελωρίου Ar.Av.321; Ἀρετῆς π. the trunk of the tree Virtue, Q.S.14.197; of a woman, τὴν ἀρετῆς πινυτὴν . . πρέμνον dub. in Epigr.Gr.416 (Alexandria).

German (Pape)

[Seite 697] τό (vgl. πρυμνός), das äußerste od. unterste Stammende des Baumes, Stammende; Ar. Lys. 267; übertr., πράγματος, Av. 321; ταμέειν πρέμνον δρυός, Ap. Rh. 2, 479; u. in Prosa: Xen. Oec. 19, 13; τὰ πρέμνα ἐκτέμνειν, Lyz. 7, 19; Pol. 18, 1, 6; Baumstumpf, wie H. h. Merc. 238. – Uebh. Grundlage, Fundament, ἀρετῆς, Qu. Sm. 14, 196.

Greek (Liddell-Scott)

πρέμνον: τό, τὸ κατώτατον μέρος τοῦ κορμοῦ δένδρου· καθόλου, ὁ κορμός, τὸ στέλεχος, Λατ. codex, caudex, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 238, Ἀριστοφ. Λυσ. 267, Λυσίας 110. 6, Ξεν. Οἰκ. 19. 13, κτλ. ΙΙ. ἡ ῥίζα, ὁ πυθμὴν παντὸς πράγματος, πρέμνα χθόνια Πινδ. Ἀποσπ. 58· μεταφ., πρέμνον πράγματος πελωρίου Ἀριστοφ. Ὄρν. 321· πρ. ἀρετῆς Κόϊντ. Σμ. 14. 197· ἐπὶ γυναικός, τὴν ἀρετῆς πινυτήν... πρέμνον Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 416. (ἀναμφιβόλως συγγενὲς τῷ πρυμνός). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρέμνον· στέλεχος, βλαστός· πᾶν ῥίζωμα δένδρου τὸ γηράσκον, ἢ τὸ τῆς ἀμπέλου πρὸς τῇ γῇ πρέμνον», καί: «πρέμνα· τὰ ἰσχυρὰ στελέχη τῶν καταβλαστημάτων» προσέτι· «πρέμνον ἐστίας· τῆς οἰκίας θεμέλιος».