[ῡ],
A ward off, repel, τὰ κακά S.Ph.423.
[Seite 878] abhalten, τὰ κακά Soph. Phil. 421.
ἐξερύκω: ῡ, ἀποκρούω, ἀπωθῶ, τά γε κείνων κάκ’ ἐξήρυκε Σοφ. Φιλ. 423.