ἀνακόλλημα
English (LSJ)
ατος, τό,
A adhesive plaster, Dsc.2.135, Aët.7.70.
German (Pape)
[Seite 193] τό, das Angeleimte, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακόλλημα: τό, τὸ ἐπικεκολλημένον, Διοσκ. 2. 164.
ατος, τό,
A adhesive plaster, Dsc.2.135, Aët.7.70.
[Seite 193] τό, das Angeleimte, Diosc.
ἀνακόλλημα: τό, τὸ ἐπικεκολλημένον, Διοσκ. 2. 164.