χέρμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A = χάλιξ, Hsch.; of the upper stone in an olivepress, Q.S.14.263 (s. v.l.).
German (Pape)
[Seite 1349] τό, ein Stein, ein Kiesel, wie χερμάς, χερμάδιον. Vgl. über die Ableitung χέραδος.
Greek (Liddell-Scott)
χέρμα: τό, μνημονεύεται παρ’ Ἡσυχ. ὡς = χέραδος, χάλιξ, «χέρμα· ποίημα ☥χάλιξ».