χέρμα

Revision as of 11:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A = χάλιξ, Hsch.; of the upper stone in an olivepress, Q.S.14.263 (s. v.l.).

German (Pape)

[Seite 1349] τό, ein Stein, ein Kiesel, wie χερμάς, χερμάδιον. Vgl. über die Ableitung χέραδος.

Greek (Liddell-Scott)

χέρμα: τό, μνημονεύεται παρ’ Ἡσυχ. ὡς = χέραδος, χάλιξ, «χέρμα· ποίημαχάλιξ».