στρεψίκερως
English (LSJ)
[ῐ], ωτος, ὁ, ἡ, an African
A antelope with twisted horns, the addax, Plin.HN11.124.
Greek (Liddell-Scott)
στρεψίκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, Ἀφρικανὴ δορκὰς μετὰ συνεστραμμένων κεράτων, Πλιν. Ν. Η. 11. 45.
[ῐ], ωτος, ὁ, ἡ, an African
A antelope with twisted horns, the addax, Plin.HN11.124.
στρεψίκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, Ἀφρικανὴ δορκὰς μετὰ συνεστραμμένων κεράτων, Πλιν. Ν. Η. 11. 45.