κουρά

Revision as of 11:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

English (LSJ)

Ion. κορή, ἡ, (κείρω)

   A cropping of the hair, τῶν τριχῶν τὴν κ. κείρεσθαι Hdt.3.8; κουρᾶς δεῖσθαι Arist.PA658b20; ἐν χρῷ κ. Diocl. Fr.141: freq. as a sign of mourning, κ. πενθίμῳ E.Alc.512, Or.458; κουραῖσι καὶ θρήνοισι Id.Hel.1054; κουραῖς διατετιλμένης φόβην S.Fr. 659.7.    2 generally, cropping, lopping, δρυοτομικὴ καὶ κ. σύμπασα Pl.Plt.288d; of animals that feed on grass, Arist.PA693a17.    3 shearing of sheep, Porph.Abst.3.26, PThead.8.6 (iv A. D.).    II that which is cut off:    1 lock of hair, A.Ch.226.    2 wool shorn, fleece, PCair.Zen.433.26 (pl., iii B. C.); κουρᾷ κοσμοῦντα θρέμματα Porph.Abst.3.19: pl., κουρὰς προβάτων καὶ γάλα βοῶν ib.18.    3 cut-off end, σφηνός Ph.Bel.67.12; δοκῶν Inscr.Délos442A157 (ii B. C.); ἡ κάτω κ., of a rod, Hero Dioptr.5: in pl., slips of wood, Ph. Bel.57.22.

Greek (Liddell-Scott)

κουρά: Ἰων. -ρή, -ᾶς, ἡ, (κείρω) τὸ κείρεσθαι, κόπτειν τὴν κόμην, τὸ κούρευμα, τῶν τριχῶν τὴν κ. κείρεσθαι (πρβλ. περιτρόχαλα) Ἡρόδ. 3. 8· κουρᾶς δεῖσθαι Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 15, 2, κτλ.· συχν. ὡς σημεῖον πένθους, κ. πενθίμῳ Εὐρ. Ἄλκ. 512, πρβλ. Ὀρέστ. 458· κουραῖσι καὶ θρήνοισι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1060· κουραῖς διατετιλμένης φόβης Σχόλ. εἰς Ἀποσπ. 587. 2) καθόλου, τὸ κόπτειν, τέμνειν, δρυοτομικὴ καὶ κ. ξύμπασα Πλάτ. Πολιτικ. 288D· ἐπὶ ζῴων τρεφομένων ἐκ τῆς χλόης, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 10. ΙΙ. ὡς τὸ τομή, τὸ καρθὲν ἢ διὰ τῆς κουρᾶς ἀποτμηθέν, βόστρυχος ἀποκοπείς, Αἰσχύλ. Χο. 226.