ἐγγομφόω
English (LSJ)
A nail, fix in, Gal.2.336:—Pass., of the teeth, ib.754 (ap.Orib.25.6.4).
German (Pape)
[Seite 701] ein-, annageln, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγγομφόω: καρφώνω, στερώνω ἢ προσαρμόζω τι εἴς τι, Γαλην.
A nail, fix in, Gal.2.336:—Pass., of the teeth, ib.754 (ap.Orib.25.6.4).
[Seite 701] ein-, annageln, Sp.
ἐγγομφόω: καρφώνω, στερώνω ἢ προσαρμόζω τι εἴς τι, Γαλην.