ατος, τό,
A heap of charcoal, coal-fire, Dsc.Eup.1.45.
[Seite 233] τό, Kohlenfeuer, Diosc.
ἀνθράκωμα: τό, πῦρ ἐξ ἀνθράκων, ἔπειτα ὀπτηθεῖσα ἐπ’ ἀνθρακώματος Διοσκ. Περὶ Εὐπορίστ. 1. 48.