[Seite 353] ωτος, = Vorigem, Opp. Cyn. 2, 445.
ὀξύκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὀξέα, αἰχμηρὰ κέρατα, Ὀππ. Κυν. 2. 445.