δισπερίοδος

Revision as of 11:44, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

English (LSJ)

ὁ,

   A twice a περιοδονίκης (q. v.), κῆρυξ IG3.129 (iii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

δισπερίοδος: κήρυξ, CIA ΙΙΙ. 129· ― πρβλ. τρισπερίοδος. Ἴδε Λεξικ. Κουμανούδ.