θεραπήϊος
English (LSJ)
α, ον, Ion. and poet. for θεραπευτικός, in neut. pl.
A -ήϊα, νούσων AP7.158.8:— fem. θεραπηΐς, ΐδος, Orac. ap. Jul.Ep.88b.
α, ον, Ion. and poet. for θεραπευτικός, in neut. pl.
A -ήϊα, νούσων AP7.158.8:— fem. θεραπηΐς, ΐδος, Orac. ap. Jul.Ep.88b.