Dodona
English > Greek (Woodhouse)
Δωδώνη, ἡ.
Heteroclite gen. and dat.: Δωδῶνος (Soph., Frag.), Δωδῶνι (Soph., Trach. 172).
Of Dodona, adj.: Δωδωναῖος. Fem. adj., Δωδωνίς, -ίδος.
Δωδώνη, ἡ.
Heteroclite gen. and dat.: Δωδῶνος (Soph., Frag.), Δωδῶνι (Soph., Trach. 172).
Of Dodona, adj.: Δωδωναῖος. Fem. adj., Δωδωνίς, -ίδος.