ἀγαθοεργία

Revision as of 18:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

Ion. -ιη, contr. ἀγαθουργία, ἡ,

   A good deed, service, Hdt.3.154,160, Jul.Or.4.135d.    2 beneficence, Procl.in Cra.pp.13,90P.

German (Pape)

[Seite 6] ἡ, gute That, Het. 3, 154. 160.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαθοεργία: Ἰων. -ίη, συνῃρ. -ουργία, ἡ, ἔργον καλόν, εὐεργεσία. Λατ. beneficium, Ἡρόδ. 3. 154, 160. ΙΙ. τὸ ποιεῖν καλὰ ἔργα, δηλ. ψυχοσωτήρια. Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de faire le bien ou du bien, bienfait.
Étymologie: ἀγαθοεργός.