ον,
A quickly avenged, παρβασία A.Th.743 (lyr.).
ὠκύποινος: -ον, ταχέως τιμωρούμενος, παρβασία Αἰσχύλ. Θήβ. 743.
ος, ον :qui châtie promptement, qui amène un prompt châtiment.Étymologie: ὠκύς, ποινή.