δοτέος

Revision as of 19:11, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

α, ον, (δίδωμι)

   A to be given, Hdt.8.111.    II δοτέον one must give, Pl. R.452e, Alex.250, etc.; one must allow, c. inf., Luc.Abd.9.

Greek (Liddell-Scott)

δοτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ δίδωμι, ὃν πρέπει νὰ δώσῃ τις, Ἡρόδ. 8. 111. ΙΙ. δοτέον, πρέπει νὰ δώσῃ τις, αὐτόθι 88, Ἄλεξ. Φιλίσκ. 1, κτλ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu’il faut donner.
Étymologie: adj. verb. de δίδωμι.