παραχωρητικός

Revision as of 19:20, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ή, όν,

   A disposed to yield in respect of, δόξης καὶ δυνάμεως Plu.2.485c ; τὸ -κόν complaisance, M.Ant. 1.16.    II in Law. received or executed in consideration for a surrender, ἀργύριον BGU906.10 (i A.D.) ; διεγγύημα PLond.2.300.14 (ii A.D.) ; ὁμολογία Sammelb.6000.15 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 509] ή, όν, nachgebend, nachgiebig; M. Ant. 1, 16; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

παραχωρητικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος νὰ ὑποχωρήσῃ, τινός, ἔν τινι πράγματι, Πλούτ. 2. 485Β· τὸ παραχωρητικόν, τὸ παραχωρεῖν, ὑποχωρεῖν, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 1. 10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui cède volontiers, accommodant ; τὸ παραχωρητικόν complaisance.
Étymologie: παραχωρέω.