αἰτητός
English (LSJ)
όν, verb. Adj.
A asked for, ἀρχὴν δωρητόν, οὐκ αἰτητόν freely given, not asked for, S.OT384.
Greek (Liddell-Scott)
αἰτητός: -όν, ῥηματ. ἐπίθ. ὃν ζητεῖ τις, ἀρχὴν δωρητὸν οὐκ αἰτητόν, δωρεὰν δοθεῖσαν, μὴ αἰτηθεῖσαν, Σοφ. Ο. Τ. 384.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
demandé, souhaité.
Étymologie: αἰτέω.