συνενείκομαι

Revision as of 19:21, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

Ep. for συμφέρομαι,

   A strike or dash against, τῷ δὴ συνενείκεται Hes.Sc.440.

German (Pape)

[Seite 1014] ep. med., = συμφέρομαι, mit dahin getragen od. dahin gerissen werden, womit zusammenprallen, von fallenden Körpern, τινί, Hes. Sc. 440.

Greek (Liddell-Scott)

συνενείκομαι: Ἐπικ. ἀντὶ συμφέρομαι, ὁρμῶ, ἐπιφέρομαι ὁμοῦ μετά τινος, τῷ δὴ συνενείκεται Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 440· Βοιωτικὸς τύπος κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμολ. 691.

French (Bailly abrégé)

se heurter contre, τινι.
Étymologie: σύν, ἐνείκω.