ἁγιότης
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A = ἁγιωσύνη, LXX 2 Ma.15.2, Ep.Heb.12.10. II as title, PGiss.55.5 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 14] ητος, ἡ, Heiligkeit, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἁγιότης: -ητος, ἡ, = ἁγιωσύνη, Μακκ. Β΄, ιε΄. 2. Ἐπιστ. Ἑβρ. ιβ΄, 10.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
sainteté ; SEPT pureté morale, intention pure.
Étymologie: ἅγιος.