ον,
A with beautiful trees, Pi.O.9.20.
ἀγλαόδενδρος: -ον, ὁ ἔχων λαμπρὰ καὶ ὡραῖα δένδρα, Πινδ. Ο. 9. 32.
ος, ον :aux arbres splendides, càd vigoureux.Étymologie: ἀγλαός, δένδρον.