ον,
A bright-haired, h.Pan.5.
[Seite 16] θεός, Pan, H. Hymn. 18, 5, herrlich gelockt.
ἀγλαέθειρος: -ον, ὁ ἔχων στιλπνὴν τρίχα, κόμην, χρυσομάλλης, Ὕμ. Ὁμ. 18. 5.
ος, ον :à la brillante chevelure.Étymologie: ἀγλαός, ἔθειρα.