Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ἡ,
A unfruitfulness, barrenness, A.Eu.801, Hp.Vict.4.90, Arist.Mir.842a22.
ἀκαρπία: ἡ, ἀφορία, στείρωσις, Αἰσχύλ. Εὐμ. 801, Ἱππ. 378. 491, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. Ἀκ. 122. 2. [ἀκαρπῖη, Χρησ. Σιβ. 4. 73].
ας (ἡ) :stérilité.Étymologie: ἄκαρπος.