[Seite 108] = ἀλοάω, Hom. einmal, γαῖαν πολυφόρβην χερσὶν ἀλοία Iliad. 9, 568, vgl. Scholl. Aristonic.; Theocr. 10, 48.
ἀλοιάω: Ἐπ. ἀντί ἀλοάω.
-ῶ :épq. c. ἀλοάω.