ἐγγηράσκω

Revision as of 19:24, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

Lib.Or.61.9 (ἐγγηρ-άω Anon. in EN237.2), fut. -άσομαι [ᾱ] (v. infr.):—

   A grow old with or in, μεγέθει σώματος Hp.Aph. 2.54; ταῖς βασιλείαις Plb.6.7.4, cf. D.S.11.23, Plu.Tim.15.    2 abs., grow old in one, decay, τὴν ἐπιστήμην ἐγγηράσεσθαι Th.6.18; πρὶν ἐγγηρᾶσαι τὴν ἀκμὴν τῆς ἐλπίδος Plu.Nic.14.

German (Pape)

[Seite 700] (s. γηράσκω), in, bei Etwas alt werden; τὴν ἐπιστήμην ἐγγηράσεσθαι Thuc. 6, 18; bes. Sp.; πρὶν ἐγγηρᾶσαι αὐτῷ τὴν ἀκμὴν τῆς ἐλπίδος Plut. Nic. 14; τοῖς τυραννείοις ἐγγηράσας Timol. 15, wie τῇ δυναστείᾳ Pol. 12, 15, 7; ἐγγηρᾶναι erwähnt Poll. 2, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγγηράσκω: μέλλ. -άσομαι ᾱ, ἴδε κατωτ.· - γηράσκω ἔν τινι, τινι Ἱππ. Ἀφ. 1247· ἐγγηράσκειν βασιλείαις Πολύβ. 6. 7, 4, κτλ. 2) ἀπολ., γηράσκω, μαραίνομαι, ἐκλείπω, τὴν ἐπιστήμην ἐγγηράσεσθαι Θουκ. 6. 18.

French (Bailly abrégé)

1 vieillir dans, τινι;
2 abs. vieillir, s’émousser.
Étymologie: ἐν, γηράσκω.