πολυαστράγαλος

Revision as of 19:25, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

[ᾰγ], ον,

   A strung with many knucklebones, μάστις π., = ἀστραγαλωτή, AP6.234 (Eryc.).

German (Pape)

[Seite 660] mit vielen Wirbelknochen, μάστιν, Eryc. 2 (VI, 234).

Greek (Liddell-Scott)

πολυαστράγᾰλος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ἀστραγάλους, κόμπους, μάστιν τὰν πολυαστράγαλον = ἀστραγαλωτήν, Ἀνθ. Π. 6. 234.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux nœuds nombreux.
Étymologie: πολύς, ἀστράγαλος.