κανηφορία

Revision as of 19:25, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ἡ,

   A office of κανηφόρος, Pl.Hipparch.229c.

German (Pape)

[Seite 1320] ἡ, das Korbtragen, Plat. Hipparch. 229 c.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰνηφορία: ἡ, τὸ φέρειν τὸ ἱερὸν κάνιστρον, ὅπερ ἦν ἔργον τῶν κανηφόρων, Πλάτ. Ἵππαρχ. 229C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 action de porter (sur sa tête) les corbeilles sacrées;
2 charge de κανηφόρος.
Étymologie: κανηφόρος.