ἵμερος
English (LSJ)
[ῑ], ὁ,
A longing, yearning after, c. gen. rei, σίτου . . περὶ φρένας ἵμερος αἱρεῖ Il.11.89, etc.; γόου ἵμερον ὦρσε raised [in them] a yearning after tears, i.e. a desire of the soul to disburden itself in grief, 23.14; ὑφ' ἵμερος ὦρτο γόοιο Od.16.215, etc.: with gen. obj. added, πατρὸς ὑφ' ἵμερον ὦρσε γόοιο for his father, 4.113; ἵμερον ἔχειν, = ἱμείρεσθαι, c. inf., Hdt.5.106,7.43; ἵμερος ἔχει με . . ἰδεῖν S.OC1725 (lyr.), cf. Sapph.Supp.24.11; ἵ. ἐπείρεσθαί μοι ἐπῆλθέ Hdt.1.30, cf. 9.3; τῶν (sc. δενδρέων) γλυκὺς ἵ. ἔσχεν . . φυτεῦσαι Pi.O.3.33: in pl., πολλοὶ γὰρ εἰς ἓν ξυμπίτνουσιν ἵ. various impulses or emotions, A. Ch.299, cf. Phld.Ir.p.37 W., Piet.20. 2 abs., desire, love, ὥς σεο νῦν ἔραμαι καί με γλυκὺς ἵ. αἱρεῖ Il.3.446; δὸς νῦν μοι φιλότητα καὶ ἵ. 14.198; δαμέντα φρένας ἱμέρῳ Pi.O.1.41, cf. Sapph.Supp.25.16; ἱμέρῳ πεπληγμένος A.Ag.544; ἱμέρου νικώμενος Id.Supp.1005, cf. Pr.649, S.Tr.476, Ar.Ra.59; βλεφάρων ἵ. S.Ant.796(lyr.). 3 personified, Χάριτές τε καὶ Ἵ. Hes.Th.64; Ἔρως . . χαρίτων, ἱμέρου, πόθου πατήρ Pl.Smp.197d, cf. Luc.DDeor.20.15, Nonn.D.1.68, al. II as Adj., only in neut. as Adv., ἵμερον αὐλήσαντι AP9.266 (Antip.); ἵμερα μελίζεσθαι, δακρῦσαι, ib.7.30 (Antip. Sid.), 364 (Marc. Arg.).— Poet., exc. in Pl. and Ion. and later Prose, as Hdt. ll. cc., Hp.Aër. 22, Phld. ll. cc., Acad.Ind.p.56M. (Sts. derived fr. is-mero-, cf. Skt. i[snull ][tnull ]ás 'desired', i[snull ]más 'god of love', but Aeol. texts have ἴμερος, ἰμέρρω, never ἰμμ-; cf. ἡμερτόν· ἐπέραστον, Hsch. (s.v.l.).)