ἀγαθουργός
German (Pape)
[Seite 7] Gutes-, wohlthuend, Plut. da an. procr. e Tim. 7 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαθουργός: -όν, συνῃρ. ἐκ τοῦ ἀγαθοεργός. Πλουτ. 2, 1015Ε. ἐπίρρ. -ουργῶς, Διον. Ἀρεοπ. σ. 102.
French (Bailly abrégé)
c. ἀγαθοεργός.