ές,
A unseen, inuisible, AP11.372 (Agath.).
ἀδερκής: -ές, ἀφανής, ἀόρατος, Ἀνθ. Π. 11. 372.
ής, ές :non vu ; invisible.Étymologie: ἀ, δέρκομαι.