ἀγωνισμός
English (LSJ)
ὁ,
A rivalry, Th.7.70.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγωνισμός: ὁ, ἡ ἅμιλλα, Θουκ. 7.70.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
lutte.
Étymologie: ἀγωνίζομαι.
ὁ,
A rivalry, Th.7.70.
ἀγωνισμός: ὁ, ἡ ἅμιλλα, Θουκ. 7.70.
οῦ (ὁ) :
lutte.
Étymologie: ἀγωνίζομαι.