ἀγαπητικός

Revision as of 19:27, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ή, όν,

   A affectionate, Plu.Sol.7; περὶ τὰ τέκνα M.Ant.1.13, etc. Adv. -κῶς Ph.2.216, Sch.E.Ph.309.

German (Pape)

[Seite 9] Plut. Sol. 7 ἡ ψυχὴ -κόν τι ἐν ἑαυτῇ ἔχει, etwas zur Liebe Geneigtes, u. so Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαπητικός: -ή, -όν, φιλόστοργος, ἡ ψυχὴ ἀγ. τί ἐν ἑαυτῇ ἔχει, Πλούτ. Σολ. 7, Κλήμ. Ἀλεξ. 123, κτλ. ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 102, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
affectueux.
Étymologie: ἀγαπητός.