ἀδικητικός

Revision as of 19:28, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ή, όν,

   A disposed to do wrong, Plu.2.562d. Adv. -κῶς Stoic. ap. Stob.2.7.11m.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδῐκητικός: -ή, -όν, (ἀδικέω) διατεθειμένος εἰς τὸ ἀδικεῖν, ἐπιβλαβής, Πλούτ. 2. 562D. - Ἐπίρρ. -κῶς, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 228.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
enclin à l’injustice, au mal.
Étymologie: ἀδικέω.