Βορυσθένης
English (LSJ)
ους, ὁ,
A Borysthenes, Dniepr, Hdt.4.18:—hence Βορυσθεν-είτης or Βορυσθεν-ίτης, ου, Ion. Βορυσθεν-εΐτης, εω, ὁ, an inhabitant of its banks, Hdt. 4.17, Men.883, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Βορυσθένης: -ους, ὁ, ὁ Δνείπερος, ποταμὸς τῆς Σκυθίας, Ἡρόδ. 4. 18· ―Βορυσθενείτης, ου, Ἰων. εΐτης, εω, ὁ, κάτοικος τῶν ὀχθῶν του, Ἡρόδ. 4. 17, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 491.
French (Bailly abrégé)
ους (ὁ) :
le Borysthène (auj. le Dnieper) fl. de la Sarmatie d’Europe.