ἐγκέραστος
English (LSJ)
ον,
A mixed, blended, Plu.2.660c.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκέραστος: -ον, μεμιγμένος, ἐγκεκραμένος, Πλούτ. 2. 660C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mêlé dans ou à, τινι.
Étymologie: ἐγκεράννυμι.
ον,
A mixed, blended, Plu.2.660c.
ἐγκέραστος: -ον, μεμιγμένος, ἐγκεκραμένος, Πλούτ. 2. 660C.
ος, ον :
mêlé dans ou à, τινι.
Étymologie: ἐγκεράννυμι.